- κηπουροί
- κηπουρόςkeeper of a gardenmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оградьникъ — ОГРАДЬНИК|Ъ (7), А с. Огородник, садовник: нѣции… шедше во оградъ. и просѧть ѹ оградникъ зель˫а въ ˫адь себѣ. (παρὰ τοῦ κηπουροῦ) ФСт XIV/XV, 24б; и иже харатьи дѣлатель. иже обѣдотворець. и оградникъ. (ὁ κηπουρός) Там же, 28б; ли писець ли слуга … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… … Dictionary of Greek
ραδανώροι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαδανός + ωρός (βλ. λ. ὁρῶ) αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. τού ῥαφανουροί*] … Dictionary of Greek
ραφανουρός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥαφανουροί κηπουροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος + ουρός (< ὀρῶ*), πρβλ. κηπ ουρός] … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek